- πιοῦσα
- пьющая
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
'πιοῦσα — ἀπιοῦσα , ἄπειμι 1 sum pres part act fem nom/voc sg (doric) ἀπιοῦσα , ἄπειμι 2 ibo pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπιοῦσα , ἔπειμι 1 sum pres part act fem nom/voc sg (doric) ἐπϊοῦσα , ἔπειμι 1 sum pres part act fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιοῦσα — πίνω Aër. aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιούσας — πιούσᾱς , πίνω Aër. aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πιούσᾱς , πίνω Aër. aor part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek